- λύκαψος
- λύκαψος [ῠ], ὁ,A viper's herb, Echium italicum, Nic.Th.840; [full] λυκαψός in Dsc.4.26 (with vv. ll.), Paul.Aeg.7.3:—also [full] λυκοψίς, ίδος, ἡ, Gal.11.811.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύκαψος — και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα τού βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + αψος και αψός κατά το χορδ αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση τού ὄψις)] … Dictionary of Greek
λύκαψος — viper s herb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκάψου — λύκαψος viper s herb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκοψις — (I) λύκοψις και λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λύκαψος. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα … Dictionary of Greek